προξενητικός

προξενητικός
-ή, -όν, ΜΑ [προξενῶ]
μσν.
1. εκείνος στον οποίον οφείλεται η επαφή, η σύνδεση με κάποιον
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προξενητικά
η αμοιβή τού προξενητή, τα μεσιτικά
αρχ.
αυτός που προξενεί, που προκαλεί κάτι («φόνου προξενητικός»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προξενητικόν — προξενητικός of masc acc sg προξενητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενητική — προξενητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”