- προξενητικός
- -ή, -όν, ΜΑ [προξενῶ]μσν.1. εκείνος στον οποίον οφείλεται η επαφή, η σύνδεση με κάποιον2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προξενητικάη αμοιβή τού προξενητή, τα μεσιτικάαρχ.αυτός που προξενεί, που προκαλεί κάτι («φόνου προξενητικός»).
Dictionary of Greek. 2013.